- αποτελεστικος
- ἀποτελεστικόςἀπο-τελεστικός31) способствующий окончанию или созреванию
(τινος Plat., Plut.)
2) грам. конечный
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινος Plat., Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποτελεστικός — ἀποτελεστικός, ή, όν (Α) [αποτελώ] 1. αυτός που εκτελεί κάτι 2. τελειωτικός 3. αστρολ. ο αποτελεσματικός* 4. γραμμ. (για τους συνδέσμους) ο τελικός … Dictionary of Greek
ἀποτελεστικός — causative masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτελεστικά — ἀποτελεστικός causative neut nom/voc/acc pl ἀποτελεστικά̱ , ἀποτελεστικός causative fem nom/voc/acc dual ἀποτελεστικά̱ , ἀποτελεστικός causative fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτελεστικῶν — ἀποτελεστικός causative fem gen pl ἀποτελεστικός causative masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτελεστικόν — ἀποτελεστικός causative masc acc sg ἀποτελεστικός causative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτελεστικαῖς — ἀποτελεστικός causative fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτελεστικαί — ἀποτελεστικός causative fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτελεστικοῖς — ἀποτελεστικός causative masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτελεστικοί — ἀποτελεστικός causative masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτελεστικοῦ — ἀποτελεστικός causative masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτελεστικούς — ἀποτελεστικός causative masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)