αποτελεστικος

αποτελεστικος
    ἀποτελεστικός
    ἀπο-τελεστικός
    3
    1) способствующий окончанию или созреванию
    

(τινος Plat., Plut.)

    2) грам. конечный

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αποτελεστικος" в других словарях:

  • αποτελεστικός — ἀποτελεστικός, ή, όν (Α) [αποτελώ] 1. αυτός που εκτελεί κάτι 2. τελειωτικός 3. αστρολ. ο αποτελεσματικός* 4. γραμμ. (για τους συνδέσμους) ο τελικός …   Dictionary of Greek

  • ἀποτελεστικός — causative masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτελεστικά — ἀποτελεστικός causative neut nom/voc/acc pl ἀποτελεστικά̱ , ἀποτελεστικός causative fem nom/voc/acc dual ἀποτελεστικά̱ , ἀποτελεστικός causative fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτελεστικῶν — ἀποτελεστικός causative fem gen pl ἀποτελεστικός causative masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτελεστικόν — ἀποτελεστικός causative masc acc sg ἀποτελεστικός causative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτελεστικαῖς — ἀποτελεστικός causative fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτελεστικαί — ἀποτελεστικός causative fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτελεστικοῖς — ἀποτελεστικός causative masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτελεστικοί — ἀποτελεστικός causative masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτελεστικοῦ — ἀποτελεστικός causative masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτελεστικούς — ἀποτελεστικός causative masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»